- υποτυπωτικος
- ὑποτυπωτικόςὑπο-τῠπωτικός3общий, эскизный, суммарный
(τρόπος τῆς συγγραφῆς Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τρόπος τῆς συγγραφῆς Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποτυπωτικός — ή, όν, Α [ὑποτυπῶ] πολύ συνοπτικός, περιληπτικός. επίρρ... ὑποτυπωτικῶς Α περιληπτικά, συνοπτικά … Dictionary of Greek
ὑποτυπωτικόν — ὑποτυπωτικός by way of outline masc acc sg ὑποτυπωτικός by way of outline neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτυπωτικήν — ὑποτυπωτικός by way of outline fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτυπωτικῶς — ὑποτυπωτικός by way of outline adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτυπωτικώς — Α επίρρ. βλ. ὑποτυπωτικός … Dictionary of Greek